15.8.10

My dear little Husky


[GRE] Σκεφτόμουν καιρό να το πάρω, κι ένα από εκείνα τα ατέλειωτα απογεύματα στο συνεργείο του Helman, μου λέει: “κάτσε να κλείσω το μαγαζί να πάμε  να το χαζέψουμε”. Αρχές του 2008. Φτάσαμε μετά τις δέκα το βράδυ έξω από το κατάστημα στην λεωφόρο Αμφιθέας και αρχίσαμε να χαζεύουμε σαν μικρά παιδιά. Υπερυψωμένη και ιδανικά φωτισμένη η μεγάλη βιτρίνα και μέσα της έστεκε λευκό και κόκκινο, τόσο μα τόσο ποθητό το Husqvarna TE 250 (μου). Τα λεφτά δεν έβγαιναν, έπρεπε στάνταρ να ψήσω τον daddy να τσοντάρει. Το σκεφτόμασταν από εδώ, το ξανασυζητούσαμε με τον Μήτσο, ώσπου μετά από καμιά ώρα έξω από την βιτρίνα, ορθώνει τη φωνή του και μου λέει: “Γκλαβά, το γουστάρεις το μηχανάκι; Άμα το γουστάρεις θα το πάρεις, τελείωσε”. Και το πήρα! Στην αρχή οι φίλοι με κοιτούσαν με συμπόνια. “Θα σπάσει, θα κάνει, θα ράνει…” Ούτε έσπασε ούτε τίποτα. Μια βαλβίδες κάναμε στο στρώσιμο και μετά στις εκατόν πενήντα ώρες. Κι ένα πρόβλημα με το πλαίσιο, λύθηκε. Το είχα λιώσει στην προπόνηση και στην εντουροβόλτα, μετά ήρθαν οι αγώνες, ανέβηκα επίπεδο μαζί του και έμαθα να κρατώ την ροή μου παντού. Ήταν η περίοδος που με το Μήτσο βγαίναμε κάθε Τρίτη και Πέμπτη 07.30π.μ Υμηττό. Μία ωρίτσα μονοπάτι, λίγο πιστάκι, σπίτι, ντουζ και δουλειά. Τι μηχανάρα! Γκάζι πολύ δεν είχε, αλλά δε με ένοιαζε. Για να πάει γρήγορα, έπρεπε να μαζέψεις φόρα. Αλλά έστριβε σαν βράχος, φρέναρε σαν τρένο και περνούσε πάνω από χαλασμένο έδαφος, πέτρα και ό,τι άλλο σα να μη συνέβαινε τίποτα. Και είχε κάτι σπάνιο, είχε χαρακτήρα. Ώσπου μια μέρα, έπρεπε να φύγει. Ο Νίκος το περίμενε πάνω, Καστοριά, συνεννοηθήκαμε και το κατέβασα στην Αγ. Άννης. Σε μια από εκείνες τις υγρές, ξεχασμένες αποθήκες, που μυρίζουν ρύζι, μπαχαρικά και σκόνη. Πλήρωσα το εισιτήριό του και το αποχαιρέτισα, στο τελευταίο του για ‘μένα ταξίδι.

[ENG] Beginning of 2008. I’ve spent hours starring at the first online pictures and wanted it for so long. One of those endless afternoons at my mechanic’s shop, someone told us that the new Husqvana dealer for Greece had just brought a brand new TE 250 in its shop. So I waited for Dimitris to close his workshop and together we rode to Amfitheas Avenue. There it was. Standing behind the huge and well-light glass. White and red. Slim but curvy. And so beautifully Italian! But money were not enough and I had to convince my father into sponsoring me, once more. We spent more than an hour on the empty street outside the large glass, when suddenly Dimitris raised his voice to say: “If you really want it, you’re going to have it”. So did I. At first, friends were compassionate to me. They thought it would break down, break into pieces or something. But it never did. We checked the valve clearance after running in, and did the same thing after 150 hours of engine time. I had an issue with the frame, but that was quickly fixed by the Italian factory. So many hours of extreme enduro riding. Stones, low speed and lots of many falls. It was that time when Dimitris and I would meet 7.30 in the mornings of Tuesdays and Thursdays at mount Imitos, ride for two hours, have a quick  shower and then rush to work. What a bike. Power was not that stunning, but was more than enough. You had to keep your momentum to make it fast. But it would feel like a rock on every turn, it would brake accurately, and would make every rock feel like a small stone when passing under its wheels. A bike with a character. But then it had to go. Nikos was expecting it at Kastoria, so I got it down to Ag. Annis street, paid for its last ticket to its next owner and waved goodbye.

2008

No comments:

Post a Comment