27.9.11

Ο Άγιος Λουκάς, ο εντουράς

[ENG] First time we rode to Saint Loukas' small church was back in 2006, with Fotis. "Over here", he said... And down we went to that tiny path, leading to nowhere, with me literally giving my best not to get lost in that jungle of roots, leaves, trees. It was terrible. Next time I got up there was with my mechanic, in one of those days that you just can’t get enough of riding. Today I was there aboard that great bike, the TE 310. But kind of took it easy this time, reaching the church through a slightly easier path across Penteli’s ancient quarries. There still are amazing places to visit in Athens.

[GRE] Στον Άγιο Λουκά τον εντουρά είχα πάει για πρώτη φορά με τον Σκαρή, κάποτε. Έλα μου λέει, από εδώ... Και στρίψαμε αριστερά κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε, περισσότερο να κουτρουβαλάω εγώ. Κόλαση το μονοπάτι, αν και κατηφορικό. Κλαδιά, λούκια, στενωσιά... Την επόμενη φορά είχα πάει με το Χελιώτη, μια γαμάτη μέρα που για πρώτη φορά γνώριζα τους Dirty Brothers (ο Πάνος είχε τότε το μαύρο TM). Και σήμερα με αυτή τη μηχανάρα, το 310. Αλλά ανέβηκα πιο χαλαρά από το αρχαίο λατομείο. Απίστευτη ομορφιά, η βόρεια πλευρά της Πεντέλης.
Η μηχανάρα/What a great bike!
9/2011

5.9.11

Άνδρος, ποδήλατο

[GRE] Πρώτη φορά αναρωτήθηκα για το τι έχω κάνει, όταν ο ήλιος είχε πέσει για τα καλά και μπροστά υψωνόταν η μαύρη πλαγιά ενός βουνού. Είναι Σάββατο βράδυ, λίγο μετά τις εννιά το βράδυ, ο φακός μπροστά φέγγει όταν θυμάται, σε κάθε δεξιά το μελτέμι φτύνει εξοργισμένα και καταριέμαι την ώρα που δεν πήρα τα SPD και φόρτωσα την τσάντα με άχρηστα κιλά. Άγρια μα μαγική η νύχτα στα λαγκάδια της Άνδρου. Ανάμεσα στον πίσω τοίχο της εκκλησίας και τον κάθετο βράχο απέναντι, δύο περίπου μέτρα επίπεδης επιφάνειας κάνουν τον ιδανικό χώρο για το υπόστρωμα. “Σκηνή;” “Σπίτι”, “Υπνόσακος;” “Σπίτι κι αυτός”. Ίσως είχα μια τέλεια βραδιά κάτω από τα κατάφωτα αστέρια αν δεν φυσούσε από αριστερά, από δεξιά από πάνω αλλά και από κάτω. Και στις πέντε και μισή το πρωί στο πόδι, φόρτωμα και πάμε για ανηφόρα. Ομίχλη πάνω στο βουνό, ερημιά, μοναξιά. Στη μεγάλη κατηφόρα, το χωματόδρομο για την Άχλα, γουστάρω τρελά, επιτέλους ταχύτητα, σούζα πάνω από τα σαμάρια και να η πανέμορφη παραλία. Αλλά όσο σκέφτομαι το γύρνα, κάτι με πιάνει. Αράζω κάνα πεντάωρο, δροσερό μπανάκι, και φεύγω από την άλλη μεριά, στο παλιό μονοπάτι μετά το ξωκλήσι με τη γαλάζια πόρτα. Χιλιόμετρα αρκετά, καμία ενενηνταριά, ζέστη, ανηφόρες πολλές και συχνές, αέρας και μέση ωριαία για κλάματα. Είναι κι η παρέα με τον Μιχάλη, τον κυρ Δημήτρη, το Στέφανο και τις Amstel τους στο ταβερνάκι και η παραδοσιακή ομελέτα με πατάτες και λουκάνικα. Η Μαριλένα εφέτος θα πάει τετάρτη δημοτικού και μου σκάει κάτι χαμόγελα να λιώνεις στο δίωρο της επιστροφής στο πλοίο, Κυριακή βράδυ.
 
 
 
9/2011