[GRE] Ανεβήκαμε από Ζάκυνθο, Κυλλήνη, Αρχαία Ολυμπία κτλ. κτλ. Όλοι μαζί στην εκκίνηση, κατηφορίζοντας αφήνουμε τη Βυτίνα πίσω, συνωστισμός στο πρώτο μονοπάτι, σπρώχνω, λίγες αγκωνιές, λίγο εκτός πατήματος και μπροστά μου η πρώτη μεγάλη ανηφόρα. Πετάλι, πετάλι, ανάσα, γρήγορη ανάσα κι ο χωματόδρομος ανεβαίνει στον ουρανό. Μέχρι που έρχεται το πρώτο κατηφορικό μονοπάτι για την Αλωνίσταινα. Τρέλα! Το Commencal πετάει, σημαδεύω τα μπερμάκια, περνάω και δύο τρεις και βγαίνω στο χωριό. Και ξεκινά ο μοναχικός δρόμος για την κορυφή. Σε ένα σημείο έπαψα να κοιτάζω μακριά, ξενέρωνα να βλέπω κι άλλη ανηφόρα. Πολλά χιλιόμετρα, όλα ανηφορικά, πρέπει να ήταν καμία δεκαριά νομίζω. Αλλά κάποια στιγμή, στην κατηφόρα, πάλι παιχνίδι. Το πρώτο λάστιχο. Μάλλον κάποιος Θεός μου το έστειλε, για να μην τσακιστώ με καμία σαρανταριά χιλιόμετρα στις κοτρώνες και με μαζεύουν με ελικόπτερο. Αλλάζω την σαμπρέλα, φουσκώνω, 31psi μέσα και συνεχίζω. Αλλά ο αγώνας έχει ακόμη δεκαπέντε χιλιόμετρα κι εγώ δεν έχω δεύτερη ανταλλακτική σαμπρέλα μαζί μου. Οπότε χαλαρά στα κατηφορικά, πολύ χαλαρά. Το δεύτερο λάστιχο ήρθε γύρω στα πέντε χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό. Αλλά γούσταρα τόσο πολύ που δεν υπήρχε περίπτωση να μην τερματίσω, έστω και με τα πόδια. Περπάτημα λοιπόν στις ανηφόρες και “ζάντα” στις κατηφόρες. Ή θα κοβόταν η πίσω ζάντα στα δύο ή θα τερμάτιζα, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Και μετά, στον τερματισμό, σε πιάνει εκείνο το περίεργο, το βλαμένο συναίσθημα που θες κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, σα να μη σου έφτανε όλο αυτό το πακέτο που πέρασες σχεδόν τρεις ώρες τώρα...
Περισσότερα here
Περισσότερα here
11/2011