[GRE] Σιγή, μόνο η ανάσα ακούγεται, βαθιά κι επίμονη, οξυγόνο, αέρας να μπει καθαρός. Ανεβαίνω κι άλλο, σκαρφαλώνω σκάλα για τον ουρανό. Κι όταν ξαποσταίνοντας το βλέμμα σηκώνω, ψάχνω τους άλλους, κοιτώ γύρω και τα λόγια τελειώνουν. Δεν ξέρω πώς γίνεται τα πάντα τόσο όμορφα να βλέπω. Η φύση, η ατμόσφαιρα, το μονοπάτι που σκίζει την κορυφογραμμή και χάνεται μέσα στα σύννεφα. Και μετά, πετάγομαι ανυπόμονος, λίγο μετά τις πέντε τα ξημερώματα, βάζω ό,τι ζεστό έχω κουβαλήσει για τέλη Αυγούστου, ανοίγω την πόρτα του καταφυγίου, τα αστέρια λάμπουν πιο έντονα εδώ πάνω, φωτίζουν τον ξάστερο βαθύ μπλε ουρανό. Λίγο πιο πάνω, η κορυφή του Προφήτη Ηλία, στέκομαι επάνω στις πέτρες, τα σύννεφα ακόμη στα πόδια μου, σαν μια θάλασσα. Ροζ, αχαμνό, κίτρινο απαλό, δεν τα πάω καλά με τα χρώματα για να το περιγράψω, μα όχι για να το αισθανθώ. Μια μικροσκοπική κίτρινη καμπύλη γραμμή εμφανίζεται χαμηλά κι ο Θανάσης λέει: “Κοίτα τον ήλιο”. Μα είναι πιο χαμηλά από ποτέ, από κάθε άλλη φορά που τον έχω δει να ανατέλλει. Και κάθε φορά που ανοιγοκλείνω τα μάτια, έχει διστακτικά αλλά σταθερά ανέβει λιγάκι ακόμα. Κίτρινο πιο έντονο, λευκό, ο αέρας ακόμη τρυπά το αντιανεμικό. Συρρικνώνομαι, για να ζεσταθώ, μα απλώνω παράλληλα τα χέρια, πετώ, αρχαίοι Έλληνες Θεοί με συντροφεύουν, είμαι στου κόσμου την κορυφή, στον Όλυμπο.
Μύτικας, κορυφή |
8/2011