Είναι μια διαδρομή που έχω κάνει δεκάδες φορές. Μεγαλώνοντας στην Ζάκυνθο, στην αρχή φαινόταν σαν ένα μεγάλο ταξίδι. Στα φοιτητικά χρόνια, έγινε βαρετή διαδικασία. Μετά την οδήγησα για πρώτη φορά με αυτοκίνητο. Εντυπωσιάστηκα, λίγο, αλλά δεν τρελάθηκα κιόλας. Κι ύστερα με μηχανάκι. Λίγο καλύτερα, αλλά και πάλι, σχεδόν βαρετό. Θυμάμαι μια μέρα, εδώ και λίγες εβδομάδες, μιλούσα με τον Γιώργο, έναν αδελφικό φίλο που μένει μόνιμα στο νησί, και εντελώς τυχαία με ρώτησε: “Με τι θα κατέβεις Ζάκυνθο;”. Μάλλον περίμενε να του πω με ποια μοτοσυκλέτα, εάν έπαιρνα καμιά από το περιοδικό. Αλλά για έναν περίεργο λόγο, το πρώτο πράγμα που μου ‘ρθε στο μυαλό να του πω, ήταν: “Με το ποδήλατο”. Εννοείται πως δεν με πίστεψε.
Ανακλαστικά φωτάκια πίσω, φανάρι με δυνατό led μπροστά, φωσφορίζοντα σε πλάτη και πόδια, ειδικό έξτρα μαξιλαράκι στην σέλα, 60psi στα λάστιχα, ποδηλατικό κολάν με μαξιλαράκια και μια σχάρα πίσω για τα απαραίτητα. Υπνόσακο, υπόστρωμα και λίγα ρούχα. Τελικά πολύ βάρος φορτώθηκα, άσε που αυτή την φορά πρέπει και να το κουβαλάω! Έφυγα από Ζωγράφου Παρασκευή ξημερώματα, στη 1.30π.μ. Όμορφη η νυκτερινή και άδεια, καθότι Αυγουστιάτικη, Αθήνα. Κόσμος. Στην ουρά για την εφημερίδα της επομένης στην Ομόνοια, τα φωτισμένα περίπτερα δεν κλείνουν ποτέ, στο ίδιο ακριβώς πόστο για άλλη μια νύχτα τα ψηλά αγόρια της λεωφόρου Καβάλας, χωμένα στις άψογα κοριτσίστικες, sexy στολές τους. Μέχρι τα πρώτα διόδια, συντροφιά από τα χιλιάδες λαμπάκια, τους ήχους και τα σκούρα νυχτερινά χρώματα της πόλης.
Δεξιά στην παλιά Εθνική προς Κόρινθο. Το τοπίο αλλάζει. Μοναξιά. Το αχαμνό φεγγάρι στην πλάτη, δεν καταφέρνει να φωτίσει τον δρόμο. Από κάτω η θάλασσα, γαλήνια. Δεξιά τα ψηλά βράχια και πάνω τους ο δρόμος που ποτέ δεν κοιμάται, η Νέα Εθνική Οδός. Βλέπω τις αντανακλάσεις των φορτηγών πάνω στα βράχια. Αλλά είμαι μόνος. Σε ένα τοπίο σχεδόν τρομακτικό, στην αρχή, και μέχρι να εξοικειωθώ με το περιβάλλον. Και να ρουφήξω την ηρεμία του σκηνικού.
Λίγο πριν το ξημέρωμα, μικρή στάση στον Ισθμό της Κορίνθου. Συνεχίζω για λίγο από Νέα Εθνική. Στην μεγάλη κατηφόρα πριν τον κόμβο της Τρίπολης, ο ήλιος ανατέλλει στην πλάτη μου. Ροζ στην αρχή, μετά γαλάζιος και ολοένα πιο μπλε, ο ουρανός φαίνεται από το μικρό καθρεφτάκι στα αριστερά του τιμονιού. Έξω από την Κόρινθο, στάση για το τρίτο κατά σειρά ισοτονικό. Και το δεύτερο μπουκάλι νερό που χάνεται στο camel back. Χαλαρά από την Παλιά Εθνική Οδό, το ένα χωριό έρχεται μετά το άλλο. Λέχαιο, Περιγιάλι, Άσσος, Βραχάτι. Απέναντι, στις στάσεις του λεωφορείου προς Κόρινθο, αγουροξυπνημένοι οι πρώτοι πρωινοί εργαζόμενοι περιμένουν.
Ο ήλιος σκαρφαλώνει ολοένα και πιο ψηλά. Το Κιάτο φαίνεται μικρό. Και το Ξυλόκαστρο σα να αργεί να έρθει. Οι παραλίες, μόνιμα στα δεξιά, έτοιμες να υποδεχτούν τον Αυγουστιάτικο κόσμο τους. Μερικοί ήδη έχουν αρχίσει να τις επισκέπτονται. Κι ας είναι μόλις οχτώ το πρωί. Τα πρώτα σημάδια κούρασης, στα γόνατα και… στον πισινό. Χαλαρή μουσική στο i-pod και πετάλι σε πιο ξεκούραστους ρυθμούς. Μετά την Αιγείρα, ώρα για το πρώτο μπανάκι. Το μονοπάτι αφήνει την Παλιά Εθνική, περνά από την υπό κατασκευή νέα λωρίδα της καινούργιας Νέας Εθνικής δύο επιπέδων και καταλήγει σε ερημική παραλία. Το αυξημένο βάρος στο πίσω μέρος του ποδήλατου, θέλει συνήθεια, και σε ένα κατηφορικό σκαλοπατάκι, έρχεται η πρώτη τούμπα. Ανεπαίσθητη.
Το δροσερό νερό ποτίζει τους ταλαιπωρημένους μύες. Χαλάρωση. Αλλά ο χώρος, με τις μεγάλες πέτρες, δεν προσφέρεται για ξεκούραση. Κι ο ήλιος έχει αρχίσει να γίνεται καυτός. Πλησιάζει 12.00μ.μ. Λίγα χιλιόμετρα μετά, δεξιά, μια μικρή κατηφόρα, και λίγο πιο κάτω η παραλία της Τράπεζας, πριν το Διακοφτό. Κόσμος παντού. Ομπρέλες, ξαπλώστρες, ρακέτες, αντηλιακό, παιδάκια… Και μερικά δέντρα να προσφέρουν απλόχερα την σκιά τους. Φουσκώνω το υπόστρωμα, ο υπνόσακος για μαξιλάρι και με παίρνει ο ύπνος.
Πρέπει να είχαν περάσει δύο ώρες μέχρι που ένα αδέσποτο μπαλάκι του τένις με ξυπνά. Δεν έχω χρόνο για πολύ ύπνο. Σε λίγο αγγίζω το μέσο της διαδρομής. Υγρά από το περίπτερο, κρουασάν, παστέλια και ξανά στο πετάλι. Αλλά τα χιλιόμετρα πια γίνονται βασανιστικά. Οι μικρές ανηφόρες της παλιάς Εθνικής είναι δύσκολες. Με την ζέστη, τον ήλιο και την κούραση στα πόδια… και τον πισινό. Πολλά υγρά, συχνές μικρές στάσεις. Κι έτσι περνούν οι ώρες. Έρχεται το απόγευμα. Σε ένα φαρμακείο στον δρόμο, στάση για πούδρα και αντιφλεγμονώδη για τον πόνο. Κάνουν δουλειά.
Σε μια αριστερή στροφή, ίσα που διακρίνεται ένας από τους πύργους της γέφυρας του Ρίου. Όμως είναι ώρα να σταματήσω. Το πετάλι έγινε βάσανο. Κοτόπουλο, σαλάτα, πολύ νερό και αλάτι για τις κράμπες. Και λίγο πιο κάτω από την ψησταριά, μια μικρή παραλία με βότσαλα, ησυχία, ντουζιέρα και μια εκπληκτική θέα στην γέφυρα. Η θάλασσα είναι αρκετά δροσερή, αλλά καλύτερα, ξεκουράζει το σώμα. Έχω μέχρι στιγμής γράψει περίπου 170 χιλιόμετρα. Σαμπουάν στην ντουζιέρα, το υπόστρωμα ξαναφουσκώνει, αυτή την φορά ο υπνόσακος ξεδιπλώνεται για να με προστατεύσει από το δροσερό αεράκι. Λίγο πριν κλείσω τα μάτια, χαζεύω τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος στο φόντο της γέφυρας. Και μετά τα άπειρα φωτάκια της να ανάβουν. Από τις πιο όμορφες εικόνες. Με ταξιδεύει.
Ο ύπνος βαθύς, αλλά όχι πολύς. Λίγο πριν τη 1.00π.μ τα μάτια ανοίγουν. Αισθάνομαι σαν να έχω κοιμηθεί ώρες πολλές. Στην Πάτρα θα πάρω πρωινό. Στο γνωστό φανάρι στην είσοδο της πόλης, κάνω δεξιά για τον περιφερειακό. Στους τοίχους γραμμένο με μαύρα γράμματα: “Αλληλεγγύη στους μετανάστες”. Και λίγο πιο κάτω, καμιά πενηνταριά να κοιμούνται σε μια σκιερή προέκταση της ασφάλτου. Τι ζωή κι αυτή!
Στην πλατεία με το ρολόι, πρωινό. Αλλά η κούραση κάνει ξανά την εμφάνισή της. Η πόλη έρημη. Στην παραλιακή λεωφόρο ίσως και να έβλεπες κανένα ξενύχτικο αυτοκίνητο να οδηγεί σαν σε αυτόματο πιλότο τους ιδιοκτήτες του στον δρόμο για το κρεβάτι, ή για το επόμενο ξενυχτάδικο. Με μάτια κόκκινα, το αλκοόλ, η νύχτα, το δροσερό αεράκι. Και μετά φωτισμένος ο ναός του Αγ. Ανδρέα, επιβλητικός, αλλά έρημος. Κι εγώ μόνος, στο πετάλι. Τελικά η κούραση με καταβάλει, κι έτσι έρχεται η δεύτερη νυχτερινή στάση, στην παραλία των Βραχνέικων. Δίπλα στις ψαροταβέρνες. Στα καλάμια, νυχτερινοί ψαράδες, ρίχνουν τα δολώματά τους. Τα καρεκλάκια στις σκοτεινές ταβέρνες τακτοποιημένα και στοιχισμένα. Ξεκουράζονται κι αυτά. Αύριο τους περιμένει άλλη μια δύσκολη μέρα.
Ο ύπνος με παίρνει αμέσως. Έχει πάει 3.00π.μ. Πετάγομαι στις 4.00π.μ από θόρυβο, βήματα στην άμμο, δίπλα μου, πάνω από το κεφάλι μου. Ανησυχώ. Ένας ρακοσυλλέκτης αναζητά τροφή στον διπλανό κάδο σκουπιδιών. Η δυσωδία αφόρητη. Αλλά εκείνος επιμένει. Σηκώνομαι και κάνω ότι χαζεύω την θάλασσα. Τι δουλειά κι αυτή. Λυπάμαι. Η άλλη πλευρά της ζωής. Που τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα.
Αλλά δεν αντέχω να φύγω. Ξαναπέφτω στο υπόστρωμα και χάνομαι στον ύπνο για άλλες δύο ώρες. Σηκώνομαι λίγο πριν το ξημέρωμα. Και μαζεύω βιαστικά τα πράγματα για να το απολαύσω πάνω στον δρόμο. Στα παραλιακά ξενυχτάδικα πάνω στην παλιά Εθνική, ο κόσμος ολοκληρώνει την διασκέδασή του. Κορίτσια λευκά, ροζ, ξανθά, όμορφα, λίγο ζαλισμένα απ’ το ποτό… Και κάτι τύποι σκληροί, μυώδεις, καραφλοί, από αυτούς που δείχνουν να ξέρουν την ζωή. Αλλά να ζητούν απεγνωσμένα την επιβεβαίωση, από τις όμορφες παρουσίες που τους συνοδεύουν. Βγαίνουν από τα μαγαζιά. Απορούν κοιτώντας με να περνώ. Ίσως και να κοιτούν ειρωνικά. “Που πάει ο τρελός ξημερώματα;” Ίσως. Καλή συνέχεια στην διασκέδασή σας. Εγώ φεύγω. Έχω δρόμο ακόμη.
Λίγο πιο κάτω, σε μια από τις εκατοντάδες αφύλακτες διαβάσεις, μπαίνω στην υποτιθέμενη Εθνική Οδό προς Πύργο. Σε μια διασταύρωση, σταφύλι. Ένα μεγάλο τσαμπί με ένα ευρώ. Δροσερό πρωινό. Και πάλι στο πετάλι. Τα γόνατα έχουν πια κολλήσει σαν μηχανή στο στριφογύρισμά τους. Ο πισινός πονά. Παρά το μαξιλαράκι στην σέλα και το ειδικό κολάν. Πονά. Πολύ. Τουλάχιστον στην Ε. Ο. η μέση ταχύτητα αυξάνεται και τα χιλιόμετρα περνούν σε λιγάκι ταχύτερους ρυθμούς. Ένα, ένα, από τις μικρές μπλε ταμπέλες στα δεξιά. Ένα – ένα.
Περιμένω την στροφή για Λεχαινά. Την αναμένω ώρα. Αλλά δεν έρχεται. Ο ήλιος αρχίζει να καίει το σβέρκο. Αντηλιακό. Τα τελευταία χιλιόμετρα. Δύσκολα. Και κάποια στιγμή, φτάνει. Το φανάρι, δεξιά προς Λεχαινά. Κόσμος ξανά στο δρόμο. Στα μάτια μου. Ο φούρνος έχει έτοιμο στα ράφια του το φρέσκο ψωμί. Ελληνικός καφές μυρίζει έξω από τα καφενεία. Μένουν σχεδόν δεκαπέντε χιλιόμετρα για το πλοίο.
Στο i-pod μπαίνει ξανά το αγαπημένο tracklist, για ψυχική ανάταση. Τα τελευταία χιλιόμετρα είναι ίσως και τα πιο δύσκολα. Μα πόσος κόσμος πια πάει προς Ζάκυνθο – Κεφαλονιά. Αυτοκίνητα δεν σταματούν να με περνούν από τα αριστερά. Φορτωμένα με τα ποδηλατάκια των παιδιών, την πεθερά, τα ταπεράκια με το φαγητό… Στο λιμάνι, επιτέλους. “Τι πληρώνω για το ποδήλατο;”, “Τίποτα”, η απάντηση. Το στριμώχνω πίσω από ένα φορτηγό στο αμπάρι και ανεβαίνω στο κατάστρωμα. Σαν τη μύγα μες το γάλα. Ιδρωμένος, βρώμικος, διαφορετικός από τους εκατοντάδες χαμογελαστούς παραθεριστές. Αλλά δεν με πολυνοιάζει. Με παίρνει ο ύπνος σε μια καρέκλα. Και το λιμάνι της Ζακύνθου έρχεται γρήγορα.
από την The Fuoristrada Co.
Ανώνυμος είπε...
ReplyDeleteΤρέλες της νιότης σου και της μανίας σου για οχήλατη περιπέτεια.Ριψοκίνδυνα τολμήματα.Κι εγώ, η μάνα σου,τα πληροφορήθηκα κατόπιν εορτής.Μ' εσένα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχη;
Η μάνα σου...
το είπες και το έκανες τελικά.Αμα σου βιδώσει η ιδέα.....
ReplyDeleteΣυγχαρητήρια! πολύ ωραίο και το κείμενο και η κίνηση!
ReplyDelete'.....το πρώτο πράγμα που μου ‘ρθε στο μυαλό να του πω, ήταν: “Με το ποδήλατο”.'
ReplyDelete'Χαμογελώ. Δύο χιλιόμετρα μετά, φτάνω σπίτι.'
Μια κίνηση που γεμίζει κάθε σκέλος της εκπλήρωσης των αναγκών μας..
την σύλληψη της ιδέας, την προετοιμασία, το ταξίδι και τον προορισμό.
Προχωράμε..
Αντρέα είσαι ΄΄ήρωας΄΄... Με το mountain 300 τόσα χιλιόμετρα; Θέλει ΠΟΛΥ κουράγιο και υπομονή όταν έχεις μάθει να κινείσαι γρήγορα με ΄΄άλλο΄΄ δίκυκλο... (πχ.μοτοσυκλέτα). Ευχαριστώ για τις φωτογραφίες. Αντε καλό κουράγιο για την επιστροφή!
ReplyDeleteΥΓ. Θα σε συμβούλευα να ΜΗΝ χρησιμοποιήσεις την ΕΟ Κορίνθου-Πάτρας γιατί δεν είναι καθόλου κατάλληλη για ποδήλατα...
Μπράβο μόνο αυτό... Με ίχνη ''ζήλιας''
ReplyDeleteΑντρίκο κορυφή. Και το εγχείρημα και το αρθράκι. Respect. Και κάτι πρακτικό για την επόμενη φορά, τσέκαρέ το. http://www.moonsaddle.com/Ergonomic_Design_s/3.htm
ReplyDeleteΧριστίνα
file exeis ar_ _ dia...x _ r
ReplyDelete